ὑμνημένος

ὑμνημένος
ὑ̱μνημένος , ὑμνέω
sing of
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υμνούμαι — υμνούμαι, υμνήθηκα, υμνημένος βλ. πίν. 74 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υμνώ — ύμνησα, υμνήθηκα, υμνημένος 1. ψάλλω ύμνο, δοξολογώ, εγκωμιάζω το Θεό με εκκλησιαστικό ύμνο: Στις εκκλησίες υμνούμε τον Κύριο. 2. μτφ., πλέκω το εγκώμιο κάποιου, εξυμνώ, εγκωμιάζω. Ύμνησε τις ομορφιές του ελληνικού τοπίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”